- αρχιδιάκονος
- οο πρώτος από τους διάκους, αυτός που είναι στην άμεση υπηρεσία του επισκόπου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀρχιδιάκονος — chief deacon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχιδιάκονος — και διάκος, ο (Μ ἀρχιδιάκονος) ο πρώτος ανάμεσα στους διακόνους, ο πρωτοδιάκονος … Dictionary of Greek
ἀρχιδιακόνοις — ἀρχιδιάκονος chief deacon masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιδιακόνου — ἀρχιδιάκονος chief deacon masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιδιακόνους — ἀρχιδιάκονος chief deacon masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιδιακόνῳ — ἀρχιδιάκονος chief deacon masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιδιάκονοι — ἀρχιδιάκονος chief deacon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιδιάκονον — ἀρχιδιάκονος chief deacon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η … Dictionary of Greek
архидияконъ — АРХИДИ˫АКОН|Ъ (14), А с. ἀρχιδιάκονος Архидьякон, старший дьякон: и написавъ мл҃твоу на хартию. дасть архиди˫аконоу. повелѣвъ ѥмоу оти(і)ти. и вьрхоу на гробѣ брата прочисти ю. (τῷ ἀρχιδιακόνῳ) КЕ XII, 249а; тъгда архидиа(к)ноу. зади сто˫ати… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)